Τέσσερις το απόγευμα κι η βροχή που έχει πιάσει από χτες το βράδυ ακόμα δεν λέει να σταματήσει. Το αντίθετο μάλιστα, βλέπω τα σύννεφα να γίνονται όλο και πιο μαύρα. Χειμώνας είναι, σκέφτομαι, αν δεν ρίξει τώρα τις βροχές του, πότε θα το κάνει; Τι φταίω όμως κι εγώ που θέλω να βγάλω καμιά φωτογραφία της προκοπής και δεν μπορώ;
Και είναι τόσο ωραίο το χωριό! Βούτυρο, Βουτύρο, δεν έχει σημασία πώς προφέρεται• εγώ να το φωτογραφίσω θέλω και ο ουρανός δεν μου κάνει το χατίρι να ξαστεριάσει μια στάλα. Μιας και η ώρα είναι περασμένη, αποφασίζω να μπω στην ταβέρνα του κυρ-Γιάννη, εκεί δίπλα στην εκκλησία, για μεσημεριανό -με την ελπίδα σε καμιά ωρίτσα να έχει σταματήσει η βροχή. Και να οι πίτες, να το τσίπουρο, ο κόκορας ο κρασάτος, άλλο ένα τσίπουρο, το ψωμί το χωριάτικο κι ένα τσιπουράκι ακόμα… Το τζάκι αναμμένο και οι στάλες της βροχής να ακούγονται έτσι όπως χτυπούν με δύναμη στην τζαμαρία, σαν την μπαγκέτα ενός νευρικού μαέστρου πριν ξεκινήσει να διευθύνει την ορχήστρα. Εκεί μαθαίνω και την ιστορία του Σπίθα, του κυνηγόσκυλου που χάρισε το όνομά του στο μαγαζί. Πριν κάμποσα χρόνια τον είχε, λέει, μαζί του στο κυνήγι ο παππούς του κυρ-Γιάννη. Αρρώστησε, όμως, κάποτε ο παππούς και δεν μπορούσε πια να κυνηγάει. Τι να κάνει, αποφάσισε να δώσει το σκυλί σε κάποιον γνωστό του, στην Καστοριά. Δεν περνούν, όμως, λίγες μέρες και να σου ο Σπίθας πίσω! Από την Καστοριά βρήκε μόνος του το δρόμο να γυρίσει στο Βουτύρο! «Φαντάσου τη χαρά του παππού», μου λέει ο κυρ-Γιάννης και τα μάτια του λάμπουν. Το πρόβλημα, όμως, παρέμενε• άρρωστος ο παππούς, σε κάποιον έπρεπε να δώσει το σκύλο. Καινούριος αγοραστής, λοιπόν, αυτή τη φορά στη Χαλκίδα. «Μη μου πεις πως γύρισε το σκυλί κι από τη Χαλκίδα;» τον ρωτάω. «Θα σ’ το πω κι αν θες το πιστεύεις!» Όνομα και πράγμα ο Σπίθας! Ε, την τρίτη φορά τον έδωσε ο παππούς στην Κρήτη. Ανυπέρβλητο εμπόδιο η θάλασσα, έμεινε λοιπόν ο Σπίθας στο νησί και δεν ξανακούσαμε πια γι’ αυτόν. Κοιτάζω έξω απ’ τα παράθυρα, η βροχή καλά κρατεί. Δεν έχει φωτογραφίες σήμερα, σκέφτομαι, όμως δεν πειράζει κι αύριο μέρα είναι. Μου φτάνει η ιστορία του Σπίθα που μου διηγήθηκαν δίπλα στο αναμμένο τζάκι…